επιζαρώ

επιζαρώ
ἐπιζαρῶ, -έω (Α)
επιθαρώ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζαρέω, -ώ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με τα ζωρος*, ζάλη*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”